αιγόμαλλος

αιγόμαλλος
-ο
ο αιγότριχος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίγα + μαλλί
η λ. πλάστηκε από τον Χριστόφορο Περραιβό ως επίθετο προσδιοριστικό της λ. κάπα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”